πορτοφόλι

πορτοφόλι
ο, Ν
μικρή θήκη από δέρμα ή άλλο υλικό για να τοποθετούνται μέσα κυρίως χρήματα, αλλά και ταυτότητες και μικρά σημειωματάρια ή ημερολόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. porta-fogli < porto «φέρω» + fogli «φύλλο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πορτοφόλι — το (λ. ιταλ.), ειδική θήκη σε μικρό σχήμα, όπου βάζουμε τα χρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • κυνούχιον — κυνούχιον, τὸ (Α) [κυνούχος] μικρό πορτοφόλι …   Dictionary of Greek

  • λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… …   Dictionary of Greek

  • λωποδύτης — ο, θηλ. λωποδύτρια και λωποδύτρα και λωποδύτισσα (Α λωποδύτης) επιτήδειος και πανούργος κλέφτης, κυρίως αντικειμένων («κάποιος λωποδύτης θα σού πήρε το πορτοφόλι») αρχ. 1. αυτός που έκλεβε ενδύματα, ιδίως λουομένων, ή αφαιρούσε βίαια τους… …   Dictionary of Greek

  • ολβοθύλακος — ὀλβοθύλακος, ὁ (Α) θύλακος για την εναπόθεση χρημάτων, βαλάντιο, πορτοφόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος» + θύλακος «μικρός σάκος» (πρβλ. ασκο θύλακος)] …   Dictionary of Greek

  • πάσκαλον — τὸ, Α δερμάτινο πορτοφόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pasceolus «δερμάτινο βαλάντιο, φάσκωλος»] …   Dictionary of Greek

  • πορτμονέ — το, Ν άκλ. πορτοφόλι για κέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. porte monnaie < porter «φέρω» + monnaie «νόμισμα»] …   Dictionary of Greek

  • πορτοφολάς — ο, θηλ. πορτοφολού, Ν [πορτοφόλι] 1. αυτός που κατασκευάζει πορτοφόλια 2. αυτός που κλέβει πορτοφόλια …   Dictionary of Greek

  • χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”